δειπνολογία

δειπνολογία
δειπνολογία, η (Α)
ονομασία ποιήματος τού Αρχεστράτου με γαστρονομικό περιεχόμενο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • δειπνολογία — δειπνολογίᾱ , δειπνολογία poem on dining fem nom/voc/acc dual δειπνολογίᾱ , δειπνολογία poem on dining fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δειπνολογίᾳ — δειπνολογίᾱͅ , δειπνολογία poem on dining fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δειπνολογίαν — δειπνολογίᾱν , δειπνολογία poem on dining fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”